πριόνισμα

πριόνισμα
το, -ατος
το κόψιμο ξύλου ή μετάλλου με πριόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πριόνισμα — το, Ν [πριονίζω] τεχνολ. η ενέργεια τού πριονίζω, η κοπή ή η κατεργασία ξύλου ή άλλου υλικού με τη βοήθεια μηχανικού ή χειροκίνητου πριονιού …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπριστικός — ξυλοπριστικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • πριστικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + κατάλ. τικός (πρβλ. καυσ τικός)] …   Dictionary of Greek

  • ανάπρισις — ἀνάπρισις ( εως), η (Α) πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πρῖσις < πρίω «πριονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διέκπριση — η 1. πριόνισμα 2. (χειρουργ.) η αποκοπή οστού ή οργάνου τού σώματος με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπρίω. Η λ. διέκπρισις μαρτυρείται στον καθηγητή της χειρουργικής Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] …   Dictionary of Greek

  • κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] …   Dictionary of Greek

  • πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • πρίωσις — ώσεως, και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. *πριῶ, όω (βλ. και λ. πριῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πριονισμός — ο, Ν [πριονίζω] το πριόνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”